καφεκούτι

καφεκούτι
το
1. δοχείο στο οποίο τοποθετείται και προφυλάσσεται από την υγρασία και τους ρύπους ο καφές, καφετιέρα
2. μτφ. γυναίκα που έχει γεράσει πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + -κούτι (< κουτί), πρβλ. σπιρτο-κούτι, τσιγαρο-κούτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καφεκούτι — το κουτί του καφέ, καφετιέρα: Ρίξε μέσα καφέ από το καφεκούτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφετιέρα — η 1. καφεκούτι* 2. ηλεκτρική συσκευή με την οποία παρασκευάζεται ευρωπαϊκός ή αμερικανικός καφές. 3. σκεύος με το οποίο σερβίρεται ο καφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cafetiere] …   Dictionary of Greek

  • καφετιέρα — η καφεκούτι ή δοχείο από το οποίο σερβίρεται ο ευρωπαϊκός καφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”